αὐχέσιν

αὐχέσιν
αὐχήν
neck
masc dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μήριγξ — μῆριγξ και σμῆριγξ, ἡ (Α) 1. σκληρή τρίχα, γουρουνότριχα 2. (κατά τον Ησύχ.) α) (ο τ. μῆριγξ) «ἄκανθα γινομένη ἐν τοῑς ἐρίοις τῶν προβάτων» β) (ο τ. σμῆριγξ) «πόα καὶ εἶδος ἀκάνθης, σμήριγγες πλεκταί, σειραί, βόστρυχοι, καὶ τῶν κυνῶν ἐν τοῑς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”